δηλητηριώδης — noxious masc/fem acc pl (attic epic doric) δηλητηριώδης noxious masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) δηλητηριώδης noxious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προκαλεί δηλητηρίαση, ο φαρμακερός: Όλα τα φάρμακα μπορεί να γίνουν δηλητηριώδη σε μεγάλες δόσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δηλητηριώδει — δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut dat sg δηλητηριώδεϊ , δηλητηριώδης noxious dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριώδη — δηλητηριώδης noxious neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) δηλητηριώδης noxious masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριῶδες — δηλητηριώδης noxious masc/fem voc sg δηλητηριώδης noxious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριώδεις — δηλητηριώδης noxious masc/fem acc pl δηλητηριώδης noxious masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριωδέστερος — δηλητηριώδης noxious masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριωδῶν — δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηριώδους — δηλητηριώδης noxious masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιοβόλος — ο μη δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. αν + ιοβόλος «δηλητηριώδης». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] … Dictionary of Greek